Μετά, εγώ έμενα μόνη στη μικρή μας βάρκα που την είχαμε ονομάσει Αγάπη. Χωνόμουν μέσα, μπλεκόμουν κουβαριασμένη σχεδόν, σε εμβρυακή στάση ανάμεσα στα δίχτυα κι ένοιωθα απέραντα ευτυχισμένη. Έμενα Εκεί για ώρες ατέλειωτες, δεν ξέρω πόσες.. ίσως να ήταν κι Αιώνες.. Με
έπαιρνε ο ύπνος Εκεί, μέχρι που ο ήλιος χάραζε, τα μάτια μου άνοιγαν στο Φως του Εκτυφλωτικού Ήλιου και τότε, όχι δεν άντεχα το φως κι έπεφτα μέσα στη Θάλασσα και Χανόμουν.. Μέχρι αργά το βράδυ όπου σ΄ένοιωθα να έρχεσαι από μακρυά και σμίγαμε μαζί πάλι παρέα με τις Βροντές Μας και τις Αστραπές Μας Αγαπημένε Μου.. Εκεί, όπου δεν χωράει κανένα άλλο στοιχείο της Φύσης. Γαντζωνόμουν πάνω σου σαν την άγκυρα στον πάτο της Βαθιάς Θάλασσας.. Η Αγάπη Μου Γαντζωνόταν αρνούμενη κάθε φυσικό, αναζητώντας με Δίψα το Υπερβατικό, το Ανυπέρβλητο, το Αναλλοίωτο..
- Πώς είναι έξω από τη Θάλασσα; Με ρώταγες όταν για ώρες με κρατούσες σφιχτά στην αγκαλιά σου..
- Εσύ είσαι η Θάλασσά μου και δεν υπάρχει Ζωή Δίχως Εσένα, γι΄αυτό όταν φεύγεις βυθίζομαι......
Έξω από τη Θάλασσα η Ζωή είναι Μοναχική και Δύσκολη, αφού δεν είσαι Εσύ κοντά μου, δεν ζούμε μαζί, δεν κοιμόμαστε μαζί, δεν ξυπνάμε μαζί, δεν περπατάμε στους ίδιους δρόμους.. Κι έτσι αγαπημένε, όταν φεύγεις εσύ, μένω πίσω και Βυθίζομαι, ή κουλουριάζομαι στη μικρή μας βάρκα που βρίσκεται στη μέση της Θάλασσας, δίχως να φοβάμαι αν έρθει Καταιγίδα και με πνίξουν τα Κύματά Της.. Θα νοιώθω έστω κι έτσι Μία Αγκαλιά!!
Γι΄αυτό Αγαπημένε μου, σε παρακαλώ.. Έλα Μαζί μου.....
- Μα πώς να έρθω;!.... θυμάμαι μου απάντησες τρυφερά.. Πώς να αναπνέω σ’ αυτή τη δική σου ζωή, σ’ αυτόν τον Έρωτα, γιατί, η Θάλασσα είναι για Σένα Καλή Μου ο Αληθινός Έρωτάς Σου.
- Βρες και φόρεσε μία στολή Δύτη κι Έλα! Έλα να σου δείξω την Δική μου Ποσειδωνία...!!
- Είναι βαθιά η Ποσειδωνία, μου απάντησες Δειλά κι Απόμακρα..
- Φοβάσαι Λατρεμένε Μου;
Πάντα φοβάσαι, από την πρώτη στιγμή που με γνώρισες, αλλά
είδες ότι είμαι άκακη… Σε αγαπάω, πώς να σε βλάψω… πώς Αγαπημένε Μου;!
{Δοκίμιο : Γιούλη Τσουρεκά} ~